- τελεσιδικία
- ητο να είναι μια δικαστική απόφαση τελειωτική και αμετάτρεπτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελεσιδικία — η, Ν (νομ.) το τυπικό δεδικασμένο, με βάση το οποίο μια πρωτόδικη δικαστική απόφαση καθίσταται απρόσβλητη από τα τακτικά ένδικα μέσα τής έφεσης και τής ανακοπής ερημοδικίας και αρχίζουν κατά κανόνα να ισχύουν οι συνέπειες τής έκδοσής της. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α … Dictionary of Greek
τελεσίδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση») 2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν) η τελεσιδικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δικος (< δίκη), πρβλ. φιλό δικος] … Dictionary of Greek